- καρπόχειρ
- καρπόχειρ, late word for μετακάρπιον, Eust.1572.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπόχειρ — καρπόχειρ, ος, ἡ (Μ) η περιοχή τού χεριού μεταξύ καρπού και δακτύλων, το μετακάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + χείρ] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek